- καρτερία
- -ας ἡ N 1 0-0-0-0-6=6 4 Mc 6,13; 8,26; 11,12; 15,28.30endurance, perseverance 4 Mc 6,13; obstinacy (neg.) 4 Mc 8,26; adherence to, perseverance in [εἴς τι] 4 Mc 11,12Cf. HAAS 1989, 126
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
καρτερία — καρτερίᾱ , καρτερία patient endurance fem nom/voc/acc dual καρτερίᾱ , καρτερία patient endurance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίᾳ — καρτερίαι , καρτερία patient endurance fem nom/voc pl καρτερίᾱͅ , καρτερία patient endurance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερία — Ονομασία ατμοκίνητης κορβέτας, η οποία ναυπηγήθηκε στην Αγγλία το 1826, έπειτα από παραγγελία του φιλέλληνα πλοιάρχου Χάστινγκς. Ο ίδιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νέου πλοίου, με το οποίο έπλευσε προς την Ελλάδα. Ήταν τροχήλατο ατμοκίνητο… … Dictionary of Greek
καρτερία — η υπομονή, ανοχή: Έχει μεγάλη καρτερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρτερίας — καρτερίᾱς , καρτερία patient endurance fem acc pl καρτερίᾱς , καρτερία patient endurance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίαι — καρτερία patient endurance fem nom/voc pl καρτερίᾱͅ , καρτερία patient endurance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίαν — καρτερίᾱν , καρτερία patient endurance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίαις — καρτερία patient endurance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίη — καρτερία patient endurance fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίης — καρτερία patient endurance fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτονία — η (ΑΜ εὐτονία) [εύτονος] σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη νεοελλ. ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών τού σώματος, η σωματική ευεξία μσν. η διάθεση για εργασία και δράση αρχ. 1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο… … Dictionary of Greek